- προσομολογώ
- -έω, Α1. ομολογώ, παραδέχομαι κάτι ακόμη2. αναγνωρίζω επίσης ότι... («προσωμολόγουν ἀληθῆ εἶναι πάντα», Δημοσθ.)3. αναγνωρίζω επιπρόσθετη οφειλή («τούτῳ προσομολογήσαι τριακοσίας δραχμάς», Ισοκρ.)4. συμφωνώ επίσης («οὐδεὶς ὅστις οὐκ ἂν Εὐαγόραν αἴτιον εἶναι προσομολογήσειεν», Ισοκρ.)5. δίνω μια επί πλέον υπόσχεση6. (για ηττημένο) παραδίδομαι, υποχωρώ.
Dictionary of Greek. 2013.