προσομολογώ

προσομολογώ
-έω, Α
1. ομολογώ, παραδέχομαι κάτι ακόμη
2. αναγνωρίζω επίσης ότι... («προσωμολόγουν ἀληθῆ εἶναι πάντα», Δημοσθ.)
3. αναγνωρίζω επιπρόσθετη οφειλή («τούτῳ προσομολογήσαι τριακοσίας δραχμάς», Ισοκρ.)
4. συμφωνώ επίσης («οὐδεὶς ὅστις οὐκ ἂν Εὐαγόραν αἴτιον εἶναι προσομολογήσειεν», Ισοκρ.)
5. δίνω μια επί πλέον υπόσχεση
6. (για ηττημένο) παραδίδομαι, υποχωρώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσομολογῶ — προσομολογέω concede pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσομολογέω concede pres ind act 1st sg (attic epic doric) προσομολογέω concede pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσομολογέω concede pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • προσομολογία — η, ΝΜΑ [προσομολογῶ] επιπρόσθετη ομολογία …   Dictionary of Greek

  • προσομολόγηση — η, Ν [προσομολογῶ] 1. η πρόσθετη ομολόγηση, η ανανέωση ομολογίας 2. (νομ.) α) ανάληψη οφειλής από τρίτον χωρίς να είναι απαραίτητη η συγκατάθεση τού οφειλέτη β) (βυζ. και ρωμ. δίκ.) μορφή ανανέωσης τής ενοχής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”